Ελληνιστική περίοδος


Η ιστορία της ελληνιστικής περιόδου αφορά την ελληνική ιστορία και την ιστορία των άλλων εθνοτήτων της Ανατολής αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία μετά το Β’ καρχηδονιακό πόλεμο.

Το όνομα της εποχής αυτής δημιουργήθηκε από τον Ντρόυζεν με βάση τον όρο 'ελληνιστής', που χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις 6,1) για να δηλώσει τους ελληνομαθείς Ιουδαίους, και δηλώνει την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού.

Ασυμφωνία υπάρχει τόσο ως προς την έναρξη όσο και προς τη λήξη της περιόδου. Άλλοι ιστορικοί θέτουν ως έναρξη τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ μετά την οποία οι Ελληνικές πόλεις απώλεσαν την ελευθερία και αυτονομία τους. Άλλοι θέτουν την αρχή της περιόδου λίγα έτη αργότερα με την έναρξη της εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Οι πιο πολλοί θέτουν ως αρχή της περιόδου τον θάνατο του Μεγάλου στρατηλάτη το 323 π.Χ. μετά τον οποίο άρχισαν να ιδρύονται τα πολυπολιτισμικά ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής. Αν και παλαιότερα θεωρούνταν ότι αλλοιώθηκε ο προγενέστερος πολιτισμός της κλασικής περιόδου, αυτός αντικαταστάθηκε από τον ελληνιστικό πολιτισμό. Ως προς τη λήξη της περιόδου άλλοι την τοποθετούν στο 146 π.Χ. και άλλοι στο 30 π.Χ. οπότε συμβαίνει η κατάλυση και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, αυτού των πτολεμαίων, από τους Ρωμαίους.

Ο χώρος εξάπλωσης του ελληνισμού την περίοδο αυτή είναι αυτός που δημιουργήθηκε ως συνέπεια του Β’ ελληνικού αποικισμού και όπως διευρύνθηκε με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου Ήταν μία περίοδος ανανέωσης, κατά την οποία οι Έλληνες συναντάν τους πολιτισμούς της Ανατολής (αιγυπτιακός, μεσοποταμιακός, περσικός, ινδικός, φοινικικός, συριακός, γηγενείς μικρασιατικοί πολιτισμοί, κ.α.) με τους οποίους βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, από την οποία προκύπτει ο ελληνιστικός. Η ελληνιστική κοινή, δηλαδή τα απλοποιημένα ελληνικά κυριαρχούν σε όλη την ανατολική Mεσόγειο και αναδεικνύονται στη διεθνή γλώσσα της εποχής αυτής. Είναι η εποχή των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και των συμπολιτειών, αλλά και της παρακμής και της πτώσης του πολιτικού συστήματος που είχε κυριαρχήσει και ακμάσει στην μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες της για περίπου 5 αιώνες, της πόλης-κράτους.Την περίοδο αυτή τα πολιτεύματα που καριαρχούν είναι βασιλεία ή δυναστεία στα όρια των ελληνιστικών βασιλείων, ενώ η ανατολική Μεσόγειος γίνεται ο χώρος δράσης και κυριαρχίας της Ρώμης, με χρονική τομή το 200 π.Χ. έτος έναρξης του Β’ καρχηδονιακού πολέμου.

Tα χαρακτηριστικά της περιόδου


Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής είναι τα εξής:
Η επέκταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία που επεκτάθηκε ο χώρος όπου δρούσαν οι Έλληνες. Ο Στέφανος Βυζάντιος, ιστορικός του έκτου αιώνα μ.Χ., αναφέρει στα ‘Εθνικά’ του 18 Αλεξάνδρειες. Οι ιδρύσεις νέων πόλεων συνεχίστηκε και από τους διαδόχους και τους επιγόνους. Στη συνέχεια, τα όρια της εξάπλωσης του ελληνισμού ταυτίστηκαν με τα όρια της εξάπλωσης της Ρώμης προς την Ανατολή.
Στην πολιτική οργάνωση, κυριάρχησε το σχήμα των μεγάλων εδαφικών βασιλείων στο χώρο της Ανατολής. Ιδρύθηκαν νέα βασίλεια, σε αντίθεση με το παλαιό μακεδονικό, με καλά οργανωμένη διοίκηση , οικονομία και στρατιωτική ισχύ που τους επέτρεψε να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Σημαντικές πόλεις της εποχής ήταν η Αθήνα, η Ρόδος και οι συμπολιτείες, αλλά απείχαν πολύ απ’ το ονομαστούν ρυθμιστές της κατάστασης.
Όλες οι παλαιές λατρείες εξακολούθησαν να υπάρχουν. Παράλληλα, όμως, και νέες, ανατολικές λατρείες διαδόθηκαν με πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο τη λατρεία της προσωπικής ευζωίας βασιλέων και άλλων επιφανών πολιτικών προσώπων. Μολονότι το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε το 404 π.Χ. με το Σπαρτιάτη Λύσανδρο, αποτελεί γνώρισμα των ελληνιστικών χρόνων λόγω της συχνότητας της εμφάνισής του.
Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι η κοινή ελληνική. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ελληνική όπως εξελίχθηκε μετά από το συνδυασμό της αττικής διαλέκτου και του ιωνικού αλφαβήτου, πρώτα στοιχεία για τον οποία συναντούμε το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το 403/2 π.Χ.
Η διάταξη του γεωγραφικού και ιστορικού χώρου στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο, εκτενή ζωτικό χώρο, που ευνοούσε τη μετακίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπήρχαν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης. Μισθοφόροι, διοικητές, επαγγελματίες σε διάφορα επιτηδεύματα από τον παλαιό ελληνικό χώρο εγκαθίστανται σε πόλεις σε νέες περιοχές.
Την περίοδο αυτή λαμβάνουν χώρα πολλά ποικίλα παράλληλα φαινόμενα. Έχουμε μία πολύμορφη πολιτική θεωρία και πρακτική με δεσπόζουσα θέση, αλλά αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς η επιστήμη και η τεχνολογία. Η εμπορική δραστηριότητα αποκτά αυτοτελή αξία. Η διεύρυνση των ορίων του κατοικούμενου κόσμου δημιουργεί την εντύπωση της οικουμένης παράλληλα με την έννοια της πόλης-πατρίδα, αντίληψη η οποία θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι νέες ιστορικές συνθήκες αντανακλώνται στο χώρο της φιλοσοφίας, όπου κυριαρχούν οι στωικοί και οι επικούρειοι φιλόσοφοι, στη διδασκαλία των οποίων κεντρική θέση κατέχουν οι αντιλήψεις περί οικουμένης.

Πηγές της ελληνιστικής εποχής


Όλα τα είδη του γραπτού λόγου (γραμματειακές πηγές, επιγραφές σε παπύρους, όστρακα [κυρίως στο πτολεμαϊκό βασίλειο] και νομίσματα). Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι κανένα ιστοριογραφικό έργο της ελληνιστικής εποχής δεν έχει σωθεί ολόκληρο, αλλά ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων επιγραφών αναπληρώνει το κενό. Έχουμε αποσπάσματα ιστορικών έργων, που ασχολούνται με μία πληθώρα ειδών: παγκόσμια, θεματική, τοπική και ιστορία προσώπων.

Στον 3ο π.Χ. αιώνα, σώζονται μόνο αποσπάσματα ιστορικών έργων συγγραφέων όπως ο Ιερώνυμος Καρδιανός, ο Δούρις Σάμιος, ο Φύλαρχος Αθηναίος, ο Τίμαιος, ο οποίος έγραψε την ιστορία της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. Οι ιστοριογράφοι αυτοί επηρέασαν τους μεταγενέστερους και τα έργα τους έχουν μεγάλη σημασία.

Τον 2ο π.Χ. αιώνα κυριαρχεί στην ιστοριογραφία ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (περίπου 200 π.Χ.- περίπου 118 π.Χ.), που έζησε τα έτη 168-150 π.Χ. στη Ρώμη ως όμηρος. Μετά τη μάχη της Πύδνας, τα ελληνικά κράτη που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση τιμωρήθηκαν και η Αχαϊκή Συμπολιτεία υποχρεώθηκε να στείλει 1000 επιφανείς πολίτες ως ομήρους στη Ρώμη, ανάμεσα στους οποίους και ο Πολύβιος. Το έργο του ‘Ιστορίαι’ καλύπτει το χρονικό διάστημα 264-146 π.Χ., από την έναρξη του Α’ καρχηδονιακού πολέμου ως την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, και στην πλήρη μορφή του αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώθηκαν πλήρως μόνο τα πέντε και πολλά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Κατά ένα μέρος τα απολεσθέντα τμήματα του έργου του αναπληρώνονται από τον Τίτο Λίβιο, που χρησιμοποίησε ως πηγή του τον Πολύβιο. Ο Πολύβιος αφηγείται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, την ‘πραγματική ιστορία’, η οποία απαιτεί την αυτοψία του ιστορικού και τη χρήση αρχείων για την τεκμηρίωση των γεγονότων. Μία πρωτότυπη εξέλιξη του Πολύβιου είναι ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη με τα είδη των πολιτευμάτων. Πιστεύει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του βαθμού ανάπτυξης και τον τρόπο διακυβέρνησης ενός κράτους. Έτσι, συσχέτισε την άνοδο μίας δύναμης με το πολίτευμα. Κεντρική ιδέα της πολιτικής του θεωρίας βρίσκεται στο έκτο βιβλίο όπου αναφέρεται στη Ρώμη, την Καρχηδόνα και τη Σπάρτη.

Τους 1ους π.Χ. και μ.Χ. αιώνες, Έλληνες και Λατίνοι ιστορικοί συνεχίζουν το έργο του Πολύβιου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ακμή περί τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα) έγραψε τη ‘Βιβλιοθήκη ιστορική’, μία παγκόσμια ιστορία από τη μυθολογία ως το 60/59 π.Χ. Το πλήρες έργο αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα πρώτα πέντε και τα βιβλία έντεκα έως είκοσι (τα οποία αναφέρονται στην ιστορία των ετών480-302) Ο Διόδωρος προτάσσει ένα γενικότερο προοίμιο στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του για μία συγκροτημένη θεωρία της ιστορίας. Κάθε επιμέρους βιβλίο εισάγεται με ένα μικρό πρόλογο με γενικές απόψεις. Ο τρόπος γραφής του είναι συγχρονικός και διαχρονικός: αφηγείται τα γεγονότα κατ’ έτος, χρησιμοποιώντας για τη χρονολόγηση τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων και των επωνύμων αρχόντων, και τα γεγονότα του ίδιου έτους κατά γεωγραφική περιοχή, π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Αφρική, Σικελία). Επειδή θεωρεί την ιστορική γεωγραφία απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων, κάνει συχνά γεωγραφικές παρεκβάσεις.

Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) έγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία από την ίδρυση της Ρώμης ως το έτος 9 π.Χ.. Αναφέρεται στην ελληνική παράλληλα με τη ρωμαϊκή ιστορία. Για αυτά τα τμήματα της ιστορίας του χρησιμοποιεί ως πηγή το έργο του Πολύβιου.

Το 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (περίπου 50- περίπου 120 μ.Χ.) έγραψε ιστορικές βιογραφίες, του ‘Βίους’ ιστορικών προσώπων. Δύο ιστορικοί των αυτοκρατορικών χρόνων ξεχωρίζουν: ο πρώτος είναι ο Φλάβιος Αρριανός (…-146 μ.Χ.) από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, που είχε ασκήσει και διοικητικά αξιώματα. Έγραψε την Αλεξάνδρου Ανάβαση και μια σύντομη ιστορία των διαδόχων του, της οποίας σώζεται μία περίληψη. Ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (τέλος 1ου- πριν από 165 μ.Χ.) που είναι γενικά σύγχρονος του Αρριανού. Έγραψε σε 24 βιβλία στα ελληνικά την ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και? την ιστορία των ρωμαϊκών επαρχιών έως την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τη χρονική σειρά που είχαν καταληφθεί. Η ‘Συριακή’, που αναφέρεται στο βασίλειο των Σελευκιδών ως το 63 π.Χ., είναι η μοναδική αφηγηματική πηγή που έχουμε για το βασίλειο αυτό.

Χωρισμός σε υποπεριόδους

Η περίοδος 323-30 π.Χ. διαχωρίζεται σε υποπεριόδους ανάλογα με τις εξελίξεις προκειμένου να επιτραπεί καλύτερη εποπτεία. Η διαμόρφωση των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων γίνεται μέχρι τη μάχη της Ιψού το301 π.Χ., αλλά το ζήτημα της εκκρεμότητας της Μακεδονίας έως την άνοδο του Αντίγονου Γονατά στο θρόνο και την παγίωση της κατάσταση μας αναγκάζει να οριοθετήσουμε την πρώτη υποπερίοδο ως εξής: 323-276 π.Χ.

Ο τρίτος αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων και επικρατεί μία σχετική σταθερότητα, η οποία διαταράσσεται από 200 π.Χ. με την έναρξη του Β’ μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινιάζει τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις των Ρωμαίων στην ελληνική Ανατολή που ολοκληρώνονται το 30 π.Χ. με την ένταξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου