Εποχή του λίθου



Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, τη χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή. Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής στην περιοχή του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές.
Παλαιολιθικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από αγγλικές, αμερικανικές και γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης αυτός εμπλουτίζεται από τη δεκαετία του 1980 και εξής διαρκώς με νέες θέσεις, που εντοπίζονται σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιούνται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.
Στον παρακείμενο χάρτη σημειώνονται με κόκκινο χρώμα οι σημαντικότερες θέσεις για τη μελέτη της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το σπήλαιο Θεόπετρα στη Θεσσαλία και το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, τα οποία κατοικήθηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή σε όλες τις φάσεις της Παλαιολιθικής, καθώς επίσης και κατά τη Μεσολιθική περίοδο.



Η Μεσολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Ολόκαινου, η οποία χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών, με άμεσα αποτελέσματα στην κατοίκηση και την οικονομία. Στον ελλαδικό χώρο η Μεσολιθική καλύπτει το χρονικό διάστημα από 11.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι 6800 π.Χ.
Οι λιγοστές, μέχρι στιγμής, γνωστές μεσολιθικές θέσεις από τον ελληνικό χώρο είναι παράλια σπήλαια και υπαίθριες θέσεις. Η μελέτη και δημοσίευση ορισμένων από τις παλαιότερα γνωστές (Φράγχθι, Σιδάρι, σπήλαιο Ulbrich, σπήλαιο Ζαΐμη) δεν επαρκούσαν για μια συνολική θεώρηση της μεσολιθικής κατοίκησης στην Ελλάδα. Όμως, οι επιφανειακές (φαράγγι Κλεισούρας, νομός Πρέβεζας) και ανασκαφικές (Θεόπετρα, Γιούρα, Αλόννησος, Μαρουλάς) έρευνες των τελευταίων δεκαπέντε ετών διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας για την κατοίκηση και την οικονομία της εποχής. Έτσι, τίθεται σε νέα βάση η συζήτηση σχετικά με την ομαλή μετάβαση από την οικονομία των κυνηγών-ψαράδων-τροφοσυλλεκτών της Μεσολιθικής στο νεολιθικό τρόπο παραγωγής (συστηματική άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας) και αμφισβητείται η εισαγωγή του από τη Μικρά Ασία με τη μεσολάβηση των νησιών.
Το πέρασμα από την Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική δε σημειώνεται ταυτόχρονα στον ελλαδικό χώρο. Στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στα νησιά του Αιγαίου εντοπίστηκαν αρχαιότερες μεσολιθικές θέσεις από εκείνες της δυτικής. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί σε κλιματολογικές διαφορές μεταξύ ανατολικής και δυτικής Ελλάδας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι θέσεις της Μέσης ή της Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοικήθηκαν και πάλι, μετά από διακοπή εκατοντάδων ετών, κατά τη Μεσολιθική (Αλόννησος, Θεόπετρα, Φράγχθι).
Οι αρχαιολογικές ενδείξεις κάνουν σαφή την προτίμηση των μεσολιθικών στις παράλιες ανοιχτές θέσεις (Σιδάρι, Μαρουλάς) και τα παράκτια σπήλαια (Φράγχθι), πράγμα που έχει εμφανή αποτελέσματα στις οικονομικές τους δραστηριότητες: συστηματική αλιεία, ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα με στόχο την αλιεία τόνου και την εξόρυξη οψιανού της Μήλου για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων, και μεταφορά ανδεσίτη από τα νησιά του Σαρωνικού στο Φράγχθι για την κατασκευή μυλόλιθων, κατάλληλων για το άλεσμα καρπών.
Τέλος, η ανεύρεση λιθόκτιστων θεμελίων καταλυμάτων (Σιδάρι, Μαρουλάς) και η ύπαρξη νεκροταφείων ή και κάποιων μεμονωμένων ταφών έξω από σπήλαια (Φράγχθι) ή σε άμεση γειτνίαση με ανοιχτές θέσεις (Μαρουλάς Κύθνου) αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις για εγκατάσταση των μεσολιθικών κυνηγών-ψαράδων σε μόνιμη βάση.


Η Νεολιθική εποχή στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο καλύπτει σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα το χρονικό διάστημα 6800-3200 π.Χ. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, με συνακόλουθη οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας, στην κτηνοτροφία, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή κεραμικής (ψημένος πηλός), και από πολυμορφία στην τέχνη. Κατά την εποχή αυτή συντελείται λοιπόν το πέρασμα από το στάδιο κυνηγιού-τροφοσυλλογής-αλιείας που χαρακτήριζε την Παλαιολιθική και Μεσολιθική, στο παραγωγικό στάδιο της Νεολιθικής.
Η μελέτη της Νεολιθικής στην Ελλάδα εγκαινιάζεται με τις αρχαιολογικές έρευνες του Χρ. Τσούντα (1899-1906) στη Θεσσαλία. Οι έρευνες αυτές περιλάμβαναν τον εντοπισμό 63 νεολιθικών θέσεων και την ανασκαφή μερικών οικισμών, όπως του Σέσκλου, του Διμηνίου, της ’ργισσας κ.ά. Τα αποτελέσματα των πρώτων αυτών ερευνών δημοσιεύθηκαν από τον Τσούντα το 1908 στο μνημειώδη για την ελληνική Προϊστορία τόμο Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου.
Τις έρευνες του Τσούντα στη Θεσσαλία συνέχισε ο Α. Αρβανιτόπουλος (1906-1926) και οι A. Wace και M. Thompson (1907-1910). Οι τελευταίοι, πέρα από την ανασκαφή οικισμών στο Ραχμάνι, το Τσαγγλί κ.α., διεύρυναν τον ερευνητικό ορίζοντα προς νότο, με τις ανασκαφές στο Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, στην Ελάτεια Φωκίδας και στη Χαιρώνεια Βοιωτίας, αλλά και προς βορρά με τον εντοπισμό νεολιθικών οικισμών στη Μακεδονία. Τα πορίσματα της δεύτερης αυτής ερευνητικής φάσης της Νεολιθικής στην Ελλάδα καταγράφηκαν από τους Wace και Thompson το 1912 στο έργο τους Prehistoric Thessaly. Η Μακεδονία είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα που, μετά τη Θεσσαλία, τράβηξε το ενδιαφέρον της προϊστορικής έρευνας, με τον εντοπισμό οικισμών από τον W. Heurtley (1924-1932) και τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Ντικιλί Τας Φιλίππων Καβάλας και του Γ. Μυλωνά στην Όλυνθο Χαλκιδικής.
Αντίθετα με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, οι γνώσεις για τη Νεολιθική περίοδο στη νότια Ελλάδα, στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου, καθώς και στην Κρήτη παρέμειναν περιορισμένες, μια και το επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις περιοχές αυτές ήταν η διερεύνηση θέσεων της Κλασικής εποχής και των κέντρων του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα πορίσματα των ερευνών του α' μισού του 20ού αιώνα επέτρεψαν στον S. Weinberg (1947, 1954) τη διαίρεση της Νεολιθικής -όρου που καθιερώθηκε το 1865 από τον J. Lubbock- σε Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη, ακολουθώντας την τριμερή διαίρεση της Μινωικής εποχής από τον Α. Evans.
Οι εντατικές ανασκαφικές έρευνες των Δ. Θεοχάρη και V. Milojcic σε οικισμούς της Θεσσαλίας κατά τις δεκαετίες '50, '60 και '70 αποτελούν την τρίτη σημαντική ερευνητική περίοδο της Νεολιθικής. Οι ανασκαφές στις θέσεις Σέσκλο, Γεντίκι, Σουφλί Μαγούλα, Αχίλλειο, ’ργισσα, Οτζάκι, Αράπη Μαγούλα, Αγία Σοφία και Πευκάκια συνέβαλαν αποφασιστικά στη μελέτη της πολιτισμικής πορείας του νεολιθικού ανθρώπου και επέτρεψαν στους δυο παραπάνω ερευνητές την υποδιαίρεση των περιόδων της Νεολιθικής σε περισσότερες φάσεις. Παράλληλα με τη Θεσσαλία ανασκαφές έγιναν και στη Μακεδονία (Νέα Νικομήδεια, Σιταγροί), τη Θράκη (Παραδημή), τις Κυκλάδες (Σάλιαγκος), την Πελοπόννησο (Φράγχθι, Διρός), την Κρήτη (Κνωσός) κ.α.
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και ενώ ο αριθμός των καταγεγραμμένων νεολιθικών θέσεων φτάνει περίπου τις χίλιες, έλληνες και ξένοι μελετητές, επιλύοντας τα προβλήματα χρονικής διαδοχής των διαφόρων φάσεων της Νεολιθικής και των χρονολογικών συσχετισμών των δεδομένων από τις διαφορετικές γεωγραφικες περιοχές, επιδίδονται στην εμβάθυνση τομέων δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου, όπως οι τρόποι παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, η οργάνωση των οικισμών, η οικονομία, η τεχνολογία κ.λπ.


Τα πολιτιστικά επιτεύγματα της νεολιθικής γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας αποτυπώνονται στα υλικά κατάλοιπα που μας κληροδότησε και αποκαλύπτονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Αρχιτεκτονική, ταφές, εργαλεία, κεραμική, ειδωλοπλαστική, κοσμήματα μιλούν, μετά από σιωπή χιλιάδων ετών, με μοναδική ευγλωττία και ζωντάνια για το φυσικό περιβάλλον, την ένταξη σ' αυτό και την οικονομική του αξιοποίηση, για τον τρόπο διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, για τη σύνθεση της κοινωνίας και τους κώδικες συμπεριφοράς, για τις διεξόδους της καλλιτεχνικής έκφρασης και, τέλος, για τις επαφές και ανταλλαγές, που αποκαλύπτουν νέους κόσμους, πέρα από τα όρια των μικρών οικισμών.


Τα παραπάνω στοιχεία μορφοποιούνται στην ύλη, μια και δε διατυπώνονται με γραπτό λόγο. Η ξύλινη πινακίδα, βέβαια, με τα εγχάρακτα γραμμικά στοιχεία, από το λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς (5260 π.Χ.), δεν αποκλείεται να αποτελεί μια πρώιμη μορφή γραπτού λόγου, όπως εικάζεται και για παρόμοια σύμβολα χαραγμένα σε πηλό, που βρίσκονται σε οικισμούς της νότιας Βαλκανικής (πολιτισμός Vinca). Η κεραμική, αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού ανθρώπου, γίνεται πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων. Η εξαιρετική ποιότητα των νεολιθικών αγγείων οφείλεται στην ανάπτυξη της κεραμικής τεχνογνωσίας και της πυροτεχνολογίας (σύσταση πηλών και γαιωδών χρωμάτων, ψήσιμο). Η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ευνοούν επίσης την καλλιτεχνική δημιουργία.
Η ειδωλοπλαστική αποτελεί με την ποικιλομορφία της μια μοναδική τέχνη, τα δημιουργήματα της οποίας (άνθρωποι, ζώα, σπίτια) έχουν ευρύ κοινωνικό-ιδεολογικό περιεχόμενο. Συντροφεύει τον άνθρωπο στη γέννηση, την καθημερινότητα, το θάνατο, αλλά και σε συμβολικές πράξεις (π.χ. προσφορά για τη θεμελίωση σπιτιού).
Τα κοσμήματα από πηλό, λίθο, χρυσό ή ασήμι και πιθανότατα και οι σφραγίδες για την κόσμηση του σώματος εκφράζουν τη διάθεση για καλλωπισμό τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, γιορτές για την πλούσια σοδειά). Κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής η χρήση κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου, καθώς και ασημένιων και χρυσών κοσμημάτων (δακτυλιόσχημα περίαπτα, σκουλαρίκια) από λίγα μόνο μέλη της νεολιθικής κοινότητας, υποδηλώνει τις νέες κοινωνικές συνθήκες και τη διάθεση για προβολή του ατόμου. Τα κοσμήματα από πολύτιμα υλικά αποτελούν, όπως και οι αιχμές βελών από οψιανό και τα χάλκινα εργαλεία, αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου.
Η αναγκαιότητα ανταλλαγής προϊόντων διατροφής και πρώτων υλών οδηγεί το νεολιθικό αγρότη στην εξερεύνηση πέρα από τα όρια των οικισμών. Έτσι, έρχεται σε επαφή με τα μέταλλα, το χαλκό, τον άργυρο και το χρυσό και αναπτύσσει περαιτέρω την τεχνογνωσία του στους τομείς της πυροτεχνολογίας και της ναυπηγικής.
Τέλος, οι ταφικές πρακτικές αντανακλούν το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, που εκφράζεται με την προσφορά ταφικών δώρων (κτερισμάτων).


Η σύνθεση και η λειτουργία της νεολιθικής κοινωνίας είναι δύσκολο να αποκατασταθεί με βεβαιότητα. Στην προσέγγιση του προβλήματος συμβάλλουν σημαντικά η αρχιτεκτονική, τα ταφικά έθιμα, οι οικονομικές δραστηριότητες, η ειδωλοπλαστική και άλλες κατηγορίες κινητών ευρημάτων από αιγαιακές θέσεις της Nεολιθικής.
Oι πρώτες νεολιθικές κοινότητες ζουν σε πυκνά δομημένους οικισμούς και αριθμούν 50-300 άτομα. Κατά την Προκεραμική, την Aρχαιότερη και τη Mέση Nεολιθική, βασική μονάδα της κοινωνίας είναι το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια που περιλαμβάνει τους γονείς, τα παιδιά, τους παππούδες και τους άλλους κοντινούς συγγενείς. Tα μέλη της ζουν σε ένα ή σε περισσότερα γειτονικά σπίτια, τα οποία αποτελούν νοικοκυριά που μοιράζονται εστίες και φούρνους που βρίσκονται σε κοινόχρηστους χώρους, ανάμεσα στα σπίτια τους. Τα νοικοκυριά αυτά ασκούν τη μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. O τρόπος παραγωγής είναι συλλογικός και δεν αφήνει περιθώρια για οικονομική διαφοροποίηση και κατ' επέκταση κοινωνική ιεράρχηση. Οι κοινωνικοί ρόλοι σε κάθε κοινότητα καθορίζονται με βάση το φύλο, την ηλικία, τη συγγένεια και τη συμμετοχή στις συλλογικές παραγωγικές διαδικασίες. Mέσα από τη γεωργοκτηνοτροφική οικονομία αναδεικνύονται και οι ρόλοι των δύο φύλων. Kρίνοντας από τα πολυάριθμα γυναικεία ειδώλια, ο ρόλος της γυναίκας στη νεολιθική κοινωνία φαίνεται να υπερτονίζεται, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού. Τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν όμως ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσον η νεολιθική κοινωνία ήταν μητριαρχική ή πατριαρχική.
Aπό τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής σημειώνεται αύξηση του πληθυσμού, με συνακόλουθες αλλαγές στον αριθμό και την εσωτερική οργάνωση των οικισμών, καθώς και στην οικονομία. Στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται μεγάλων διαστάσεων, ορθογώνια, μεγαρόσχημα και αψιδωτά κτήρια, ικανά να στεγάσουν πολυάνθρωπες οικογένειες. Οι εστίες και οι φούρνοι παύουν να είναι κοινόχρηστοι και κατασκευάζονται στο εσωτερικό των σπιτιών. Στην οικονομία σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή π.χ. κεραμικής και κοσμημάτων σπονδύλου (Διμήνι), ενώ παράλληλα διευρύνονται οι πολιτιστικές και εμπορικές ανταλλαγές. Tα παραπάνω σηματοδοτούν αλλαγές στη συγκρότηση της κοινότητας, κύτταρο της οποίας είναι πλέον η πυρηνική οικογένεια. Tα πρώτα δείγματα εξειδίκευσης στην παραγωγή, η ανάπτυξη του εμπορίου και οι ανταλλαγές έχουν σαφείς επιπτώσεις στη συλλογικότητα της εργασίας και την αμοιβαιότητα των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες περιόδους. Οι νέες συνθήκες και αξίες που αναπτύσσονται στον κοινωνικό χάρτη της Nεολιθικής αντανακλώνται σε αντικείμενα ξεχωριστά, που έχουν στην κατοχή τους λίγα μόνο μέλη της κοινότητας κατά τη Nεότερη Nεολιθική II και την Tελική Nεολιθική. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούν σύμβολα κοινωνικού γοήτρου και είναι: φυλλόσχημες αιχμές από οψιανό της Mήλου, κοσμήματα από χρυσό ή ασήμι (δακτυλιόσχημα περίαπτα, χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα), κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου και χάλκινα εργαλεία.
Eνδεικτική για το χαρακτήρα της νεολιθικής κοινωνίας είναι, τέλος, η συμπεριφορά προς τα νεκρά μέλη της κοινότητας, που αντανακλώνται στα ταφικά έθιμα της κάθε περιόδου.



Η οικονομία της Νεολιθικής εποχής βασίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με στόχο την αύξηση και τον έλεγχο της παραγωγής. Η μετάβαση από τη συλλογή άγριων καρπών και το κυνήγι άγριων ζώων στην εξημέρωση συγκεκριμένων φυτών και ζώων, δηλαδή το πέρασμα από τη συλλογή της τροφής στην προγραμματισμένη παραγωγή της πραγματοποιείται στον αιγαιακό χώρο κατά το πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη, βρώμη) και οσπρίων (φακή, μπιζέλια, κουκιά, φάβα, ρεβίθια). Παράλληλα καλλιεργείται και το λινάρι, που μαζί με το μαλλί αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την υφαντουργία. Οι απαραίτητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξασφαλίζονται σε μερικές περιπτώσεις με εκχέρσωση και αποψίλωση περιοχών.
Η κτηνοτροφία στηρίζεται στην εκτροφή αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Το κυνήγι και η αλιεία δεν εγκαταλείπονται, αλλά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία της εποχής. Για την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την προετοιμασία της τροφής (άλεσμα σιτηρών, τεμαχισμός κρέατος) αλλά και για παραγωγικές δραστηριότητες όπως η κατεργασία ξύλου και δερμάτων, η υφαντουργία, η ψαθοπλεκτική, η κεραμική κ.λπ. χρησιμοποιούνται λίθινα και οστέινα εργαλεία.
Αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου αποτελεί η κεραμική, απαραίτητη για την προετοιμασία, την κατανάλωση και την αποθήκευση της τροφής. Παράγεται από τους χρήστες της, ενώ η επιφάνεια των αγγείων αποτελεί πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων και διαφέρει από τη μια περίοδο στην άλλη. Η κεραμική είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα περισσότερα μέλη ενός νοικοκυριού. Σε επίπεδο νοικοκυριού ασκείται και η υφαντική και καλαθοπλεκτική.
Από τη Μέση Νεολιθική φαίνεται πως η κεραμική αποτελεί συχνά μια εξειδικευμένη παραγωγική δραστηριότητα στα πλαίσια ενός οικισμού (κεραμικά εργαστήρια στο Σέσκλο και το Διμήνι). Η εξειδίκευση όμως αφορά και στην παραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής και την προώθησή τους σε ευρύτερες περιοχές (π.χ. γκρίζα κεραμική Τσαγγλίου, εγχάρακτη κεραμική Κλασικού Διμηνίου) στα πλαίσια ανταλλαγών.


Κατά τις τελευταίες φάσεις της νεολιθικής σημειώνεται εξειδίκευση και σε άλλους τομείς, ενώ παράλληλα διευρύνονται τα δίκτυα πολιτιστικών επαφών και οικονομικών ανταλλαγών. Από τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου (Διμήνι), τα οποία διακινούνται μέχρι τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Από τις Κυκλάδες διακινείται οψιανός για την κατασκευή κοφτερών εργαλείων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ειδικού τύπου αιχμών βελών από οψιανό της Μήλου σε οικισμούς της Μακεδονίας, που αποτελούν αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου. Τέλος, από τα τέλη της Νεολιθικής και ιδιαίτερα κατά την Τελική Νεολιθική, σημειώνεται στο Αιγαίο η άσκηση μεταλλουργίας για την κατασκευή χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων (π.χ. δακτυλιόσχημων περιάπτων) αλλά και εργαλείων (εγχειρίδια, οπείς, σμίλες, σπάτουλες, πελέκεις). Η απόκτηση των μετάλλων αλλά και της τεχνογνωσίας εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών των γεωργοκτηνοτροφικών κοινωνιών του νεολιθικού Αιγαίου, το οικονομικό υπόβαθρο και συνακόλουθα η κοινωνική δομή των οποίων αρχίζει προς το τέλος της εποχής να μεταλλάσσετ




Η κατοίκηση του ελλαδικού-αιγαιακού χώρου κατά τη Νεολιθική εποχή τεκμηριώνεται από τις 1000 περίπου θέσεις που έχουν καταγραφεί ή και ανασκαφεί μέχρι σήμερα στη σημερινή ελληνική επικράτεια. Η κατανομή των θέσεων στο χώρο δείχνει ότι οι πρώτοι γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί βρίσκονταν σε παράκτιες ή μεσόγειες περιοχές, πεδινές ή λοφώδεις, κοντά στις οποίες υπήρχαν υδάτινες πηγές (λίμνες, ποτάμια, ρέματα, πηγές). Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για υπαίθριους οικισμούς, ενώ αξιοσημείωτη, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής, είναι και η κατοίκηση των σπηλαίων.
Η πυκνότητα των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές. Για παράδειγμα οι μεγάλες και εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας και Μακεδονίας είναι περισσότερο πυκνοκατοικημένες από τις ημιορεινές περιοχές της νότιας Ελλάδας και από τα νησιά. Επίσης η πυκνότητα των οικισμών δεν παραμένει αμετάβλητη σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής. Τοπικές γεωμορφολογικές μεταβολές, όπως άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, καθώς και φυσικές καταστροφές, όπως πλημμύρα ποταμών, έχουν άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και καθορίζουν την περαιτέρω οικιστική συμπεριφορά του νεολιθικού ανθρώπου.

Οι υπαίθριοι οικισμοί έχουν συνήθως τη μορφή χαμηλού λόφου, ύψους 2-4 μέτρων και διαμέτρου 100-200 μέτρων. Στη θεσσαλική πεδιάδα είναι γνωστοί με το όνομα "μαγούλα", ενώ στη Μακεδονία χαρακτηρίζονται με τον όρο "τούμπα", που αποτελεί παραφθορά της λέξης "τύμβος" (ταφικό μνημείο). Οι λόφοι αυτοί δεν αποτελούν φυσικά εξάρματα του εδάφους, αλλά δημιουργήθηκαν από τα αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης στο ίδιο σημείο για πολλές εκατονταετίες ή και χιλιετίες. Η έκταση των νεολιθικών οικισμών δεν είναι γνωστή, μια και κανένας από τους μέχρι τώρα γνωστούς δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Από τους πληρέστερα ερευνημένους οικισμούς (π.χ. Σέσκλο, Διμήνι, Μακρύγιαλος) προκύπτει ότι η έκτασή τους κυμαινόταν από μισό έως έξι στρέμματα. Οι πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες εκτιμάται ότι αριθμούσαν 100 έως 300 άτομα.
Η οργάνωση και αρχιτεκτονική μορφή των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές και κατά περιόδους. Kατά την Αρχαιότερη Νεολιθική οι οικισμοί αποτελούνται από πασσαλόπηκτες καλύβες, ενώ από τη Μέση Νεολιθική κτίζονται σπίτια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μίγμα πηλού και άχυρου). Τα σπίτια είναι μονόχωρα ή διαθέτουν και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο ("τύπος μεγάρου"). Είναι κτισμένα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ισόγεια κατά κανόνα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για χρήση και διώροφων οικημάτων. Αρκετοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους ή λίθινους περιβόλους (π.χ. ’ργισσα, Διμήνι), η λειτουργία των οποίων παραμένει ασαφής: προστατευτική ή δήλωση ορίων του οικισμού;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου