Αναμνήσεις της Γερμανίδας αντιφασίστριας Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν από την κράτησή της στο ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Είναι ένα κείμενο αποκαλυπτικό για τις φρικαλεότητες στα κολαστήρια των ναζί.
Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν, γυναίκα του εκτελεσμένου στις σταλινικές εκκαθαρίσεις μέλους της ηγεσίας του ΚΚ Γερμανίας Χάιντς Νόιμαν, αφού εξορίστηκε το 1938 στη Σιβηρία, παραδόθηκε από τον Στάλιν το 1940 μαζί με άλλους Γερμανούς κομμουνιστές στην Γκεστάπο. Κρατήθηκε στο Ράβενσμπρουκ πέντε χρόνια και μετά την απελευθέρωσή της διέφυγε στη Δυτική Γερμανία. Το παρόν είναι παρμένο από τις αναμνήσεις της, Margarete Buber, Under two Dictators, εκδ. Victor Gollancz, Λονδίνο 1950.
Στις αρχές του 1942 η πρώτη μεγάλη μεταγωγή γυναικών στάλθηκε στο Άουσβιτς. Αυτή ήταν η πρώτη μεταφορά που ακούσαμε για το στρατόπεδο συγκέντρωσης εκεί, και κανείς δεν γνώριζε ακόμη την τρομακτική σημασία του ονόματος. Πολλές από τις παλιές «πολιτικές» μάλιστα προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε. Με τη μεταγωγή πήγε η επικεφαλής επόπτρια Ες-Ες Λάνγκεφελντ. Τη θέση της Λάνγκεφελντ πήρε μια λυσσασμένη ονόματι Μαντλ. Ποτέ δεν είσαι τόσο άσχημα σε ένα στρατόπεδο ώστε να μη μπορεί να γίνεις χειρότερα, και αυτή η Μαντλ ήταν ένα σαδιστικό κτήνος. Κάτω από την αιγίδα της, το μισητό προσκλητήριο έγινε ένας νέος τρόμος. Η ειδική διασκέδασή της ήταν το κυνήγι για μπούκλες. Ενώ οι φυλακισμένες στέκονταν σιωπηλά προσοχή, θα περιφερόταν αργά κατά μήκος των γραμμών επιθεωρώντας τα κεφάλια όλων των γυναικών. Αν ανακάλυπτε μια μπούκλα ή μια τούφα μαλλιά να πετάγεται έξω από ένα σκούφο, θα ούρλιαζε στην παραβάτισσα να βγει από τη γραμμή. Μετά θα ξέσκιζε το σκούφο της δύστυχης γυναίκας και θα τη γρονθοκοπούσε στα αυτιά, συχνά κλωτσώντας την επιπλέον. Ο αριθμός της παραβάτισσας σημειωνόταν? συντασσόταν μια αναφορά και της ξύριζαν το κεφάλι.
Το Μπλοκ Τιμωρίας
Τον ίδιο καιρό οι Σπουδάστριες της Βίβλου προσβλήθηκαν από ένα νέο μικρόβιο. Αυτή τη φορά ήταν η άρνηση να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά που συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με τη διεξαγωγή του πολέμου. Συνολικά περίπου 90 «Μάρτυρες του Ιεχωβά» εντάχτηκαν στο νέο κίνημα αντίστασης.
Τις συγκέντρωσαν και τις έστειλαν στην αυλή του Μπλοκ Τιμωρίας, όπου έμειναν για τρεις μέρες χωρίς φαγητό για τιμωρία. Μετά τις έστειλαν στην απομόνωση. Εκεί λάβαιναν τη μερίδα ψωμί κάθε μέρα και κανονικές μερίδες κάθε 4 μέρες. Ενώ ο αγώνας συνεχιζόταν, μια νέα διαταγή ήρθε από το Βερολίνο ότι η άρνηση εργασίας θα τιμωρούνταν με 75 μαστιγώματα, και όλες αυτές οι γυναίκες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταξύ 50 και 60, έλαβαν τρεις δόσεις των 25 μαστιγωμάτων η καθεμιά. Τις είδα στο μπάνιο περίπου ένα μήνα μετά. Ήταν σαν κινούμενοι σκελετοί, και οι μηροί και οι γλουτοί τους καλύπτονταν από άθλιους μώλωπες.
Ο Αρχηγός των Ες-Ες στο στρατόπεδο Ρέντβιτζ φαινόταν να την καταβρίσκει χλευάζοντας και κακοποιώντας αυτές τις εξαθλιωμένες γυναίκες.
Θανατηφόρες εκτρώσεις
Μια μέρα, μια μεταγωγή εγκύων γυναικών έφτασε στο στρατόπεδο. Τις είχαν συλλάβει όλες για «επαφή» με ξένους. Τα Ες-Ες είχαν διατάξει να εκτρωθεί «ο καρπός της ντροπής τους», και η επιχείρηση ανατέθηκε στο γιατρό Ρόζενταλ των Ες-Ες. Πολλές από αυτές τις γυναίκες ήταν στον 7ο ή τον 8ο μήνα, και, ασφαλώς, μια έκτρωση σε αυτές τις συνθήκες σήμαινε μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Κανένας γιατρός έξω από το στρατόπεδο δεν θα είχε αναλάβει την έκτρωση σε τόσο προχωρημένη εγκυμοσύνη. Αλλά ο Ρόζενταλ έκανε τις επεμβάσεις με τη βοήθεια μιας από τις φυλακισμένες ονόματι Γκέρντα Κουερνχάιμ, που ήταν νοσοκόμα στο επάγγελμα. Η Μιλένα μου είπε ότι αρκετά συχνά σε αυτές τις επεμβάσεις ακουγόταν το κλάμα ενός μωρού, αλλά μόνο για μια στιγμή.
Αλλά δεν ήταν μόνο οι έγκυες γυναίκες που έρχονταν σε επαφή με ξένους που έπεφταν στα χέρια του Ρόζενταλ και της Κουερνχάιμ. Κάθε έγκυος που ερχόταν στο στρατόπεδο του παραδιδόταν. Στο στρατόπεδο δεν υπήρχε μέριμνα για βρέφη, και αυτοί οι δυο τα ξεφορτώνονταν όλα. Ο Ρόζενταλ και η Κουερνχάιμ ήταν εραστές, και οι πιο τρομερές φήμες κυκλοφορούσαν για τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες στο στρατόπεδο.
Τον Ιανουάριο του 1945 ήμουν στο αναρρωτήριο για λίγο και στο από κάτω κρεβάτι ήταν μια χωριατοπούλα από το Σλέσβιγκ-Χολστάιν, που την είχαν στείλει στο στρατόπεδο με μεταγωγή εγκύων γυναικών. Ήταν μια δυνατή, υγιής κοπέλα, αλλά μια εγχείρηση στον 8ο μήνα από τον Ρόζενταλ της είχε προκαλέσει ρήξη στην ουρήθρα, και το κορίτσι ήταν τώρα ένα ερείπιο. Ένα άλλο από τα θύματά τους ήταν μια νεαρή Ουκρανή. Όταν πλησίασαν το κρεβάτι της, το άρρωστο κορίτσι πετάχτηκε έντρομο και το έβαλε στα πόδια, με τον Ρόζενταλ και την Κουερνχάιμ να τρέχουν πίσω της. Έτρεξε στο διάδρομο και πήδηξε από ένα παράθυρο. Φυσικά την έπιασαν και την έφεραν πίσω. Μετά από λίγο έγινε σιωπή. Μια Πολωνή που ήταν τότε στο αναρρωτήριο και είδε το φρικαλέο κυνηγητό το ανέφερε στη Μιλένα, που αναζήτησε μια ευκαιρία για να γλιστρήσει εκεί που κείτονταν το νεκρό κορίτσι. Το πρόσωπό του ήταν άσχημα μελανιασμένο και υπήρχαν σημάδια ενέσεων στο στήθος του.
Το καλοκαίρι του 1942, 20 νεαρές Πολωνές, που είχαν έρθει στο στρατόπεδο με μια μεταγωγή γυναικών καταδικασμένων σε θάνατο, ξεδιαλέχτηκαν για να τις δει ο γιατρός. Τις εξέτασε η γιατρός των Ες-Ες Ομπερχάουζερ. Περίπου έξι από αυτές ξεδιαλέχτηκαν και κρατήθηκαν στο αναρρωτήριο. Τα νέα προκάλεσαν πανικό ανάμεσα στις γυναίκες των μεταγωγών από τη Βαρσοβία και το Λούμπλιν, ιδιαίτερα όταν ήταν γνωστό ότι αυτά τα έξι εντελώς υγιή κορίτσια κρατούνταν απομονωμένα και καλά φρουρούμενα σε έναν ειδικό χώρο, όπου καμιά από τις κανονικές φυλακισμένες βοηθούς δεν είχε πρόσβαση. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια αίθουσα εγχειρήσεων με τον πιο σύγχρονο ιατρικό εξοπλισμό. Μετά ο διαβόητος γερμανός ιατρικός φωτοδότης Γκέμπχαρντ κατέφτασε με μια ομάδα βοηθών. Τους βλέπαμε συχνά να περνούν με τις λευκές στολές τους, πηγαίνοντας στο χειρουργείο.
Γιατροί – τέρατα
Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν κάθε λογής φήμες. Μερικές νόμιζαν ότι οι γυναίκες υποβάλλονταν σε στείρωση^ άλλες ότι κάποιο τρομερό πείραμα διεξαγόταν πάνω τους. Αρχικά ήταν αδύνατο να ανακαλύψουμε την αλήθεια, γιατί μόνο νοσοκόμες των Ες-Ες επιτρέπονταν στο χώρο, αλλά μετά από λίγο αυτές οι νοσοκόμες βαρέθηκαν τις προφυλάξεις και επιτράπηκε στις συνηθισμένες βοηθούς να καθαρίζουν κοκ. Ανέφεραν ότι τα έξι κορίτσια ολοφάνερα πονούσαν και είχαν όλα τα πόδια τους στο γύψο. Αποδείχτηκε ότι ο καθηγητής Γκέμπχαρντ χρησιμοποιούσε αυτές τις νεαρές Πολωνέζες για πειραματικές μεταμοσχεύσεις κοκάλων και μυών.
Μετά από λίγο αυτά τα κορίτσια απελευθερώθηκαν. Κούτσαιναν γύρω στο στρατόπεδο με μεγάλη δυσκολία. Μερικές από αυτές δεν είχαν πλέον κνήμη και τα πόδια τους ήταν σαν σπίρτα. Άλλες μπορούσαν να περπατούν μόνο πάνω στα δάκτυλά τους. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Η όρεξη του Γκέμπχαρντ για πειράματα ήταν ακόρεστη, και επιλέχτηκαν νέα θύματα. Σύντομα, όλη η μυστικότητα εγκαταλείφθηκε και η δουλειά γινόταν εντελώς ανοιχτά. Οι φήμες έλεγαν ότι διεξάγονταν πειράματα τετάνου. Πολλές από τις γυναίκες πέθαναν. Εκείνες που επέζησαν στέλνονταν πίσω με πατερίτσες και σύντομα τα «ινδικά χοιρίδια», όπως αποκαλούνταν, έγιναν μέρος της ρουτίνας μας.
Αποστολή στο Άουσβιτς
Οι «εξτρεμίστριες» Σπουδάστριες της Βίβλου προκαλούσαν φασαρία πάλι και έτσι τις ξαπόστειλαν όλες με την επόμενη μεταγωγή στο Άουσβιτς. Αυτό ήταν το φθινόπωρο του 1942, και εκείνο τον καιρό δεν ήμασταν εντελώς βέβαιες για το τι συνέβαινε με τις μεταγωγές που στέλνονταν στο Άουσβιτς. Λίγο καιρό μετά είχα μια δουλειά στη γειτονιά του Συγκροτήματος Τιμωριών και εκεί αναγνώρισα περίπου μια ντουζίνα από τις «εξτρεμίστριες» Σπουδάστριες της Βίβλου που είχαν αποσταλεί στο Άουσβιτς και είχαν τώρα επιστρέψει. Κατάφερα να μιλήσω με μια από αυτές, τη Ρόζα Χαν από το Ισλ.
«Μας έστειλαν πίσω», είπε. «Είμαι βέβαιη ότι θα μας εκτελέσουν, αλλά πριν πεθάνουμε πρέπει να σου πω τι τρομερά πράγματα συμβαίνουν στο Άουσβιτς. Δεν θα το πιστέψεις, το ξέρω, αλλά ζωντανοί άνθρωποι πετιούνται μέσα στη φωτιά, περιλαμβανόμενων μικρών παιδιών. Εβραίοι κυρίως. Όλη τη μέρα η μυρωδιά της καμένης σάρκας κρέμεται πάνω από το στρατόπεδο. Δεν με πιστεύεις? το ξέρω. Αλλά σου λέω την αλήθεια τόσο σίγουρα όσο είμαι εδώ μπροστά σου».
Κάποτε ήταν μια πολύ συμπαθητική γυναίκα, αλλά τώρα το πρόσωπό της είχε σκεβρώσει και τα μάτια της έκαιγαν πυρετώδικα. Δεν την πίστεψα? απλά νόμισα ότι πλέον είχε χάσει εντελώς το λογικό της. Ήθελα να φύγω. Ήταν επικίνδυνο να με δουν κοντά τους.
«Θα σε βάλουν στο Μπλοκ 17», είπα. «Θα έρθω να σε δω αυτό το βράδυ. Γεια».
«Ω, όχι», επέμεινε. «Μας έφεραν εδώ για εκτέλεση, στο λέω».
Την επόμενη μέρα τις παρέλαβαν όλες με ένα κάρο της φυλακής, και τη μεθεπόμενη επέστρεψαν όλα τα πράγματά τους.
Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν, γυναίκα του εκτελεσμένου στις σταλινικές εκκαθαρίσεις μέλους της ηγεσίας του ΚΚ Γερμανίας Χάιντς Νόιμαν, αφού εξορίστηκε το 1938 στη Σιβηρία, παραδόθηκε από τον Στάλιν το 1940 μαζί με άλλους Γερμανούς κομμουνιστές στην Γκεστάπο. Κρατήθηκε στο Ράβενσμπρουκ πέντε χρόνια και μετά την απελευθέρωσή της διέφυγε στη Δυτική Γερμανία. Το παρόν είναι παρμένο από τις αναμνήσεις της, Margarete Buber, Under two Dictators, εκδ. Victor Gollancz, Λονδίνο 1950.
Στις αρχές του 1942 η πρώτη μεγάλη μεταγωγή γυναικών στάλθηκε στο Άουσβιτς. Αυτή ήταν η πρώτη μεταφορά που ακούσαμε για το στρατόπεδο συγκέντρωσης εκεί, και κανείς δεν γνώριζε ακόμη την τρομακτική σημασία του ονόματος. Πολλές από τις παλιές «πολιτικές» μάλιστα προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε. Με τη μεταγωγή πήγε η επικεφαλής επόπτρια Ες-Ες Λάνγκεφελντ. Τη θέση της Λάνγκεφελντ πήρε μια λυσσασμένη ονόματι Μαντλ. Ποτέ δεν είσαι τόσο άσχημα σε ένα στρατόπεδο ώστε να μη μπορεί να γίνεις χειρότερα, και αυτή η Μαντλ ήταν ένα σαδιστικό κτήνος. Κάτω από την αιγίδα της, το μισητό προσκλητήριο έγινε ένας νέος τρόμος. Η ειδική διασκέδασή της ήταν το κυνήγι για μπούκλες. Ενώ οι φυλακισμένες στέκονταν σιωπηλά προσοχή, θα περιφερόταν αργά κατά μήκος των γραμμών επιθεωρώντας τα κεφάλια όλων των γυναικών. Αν ανακάλυπτε μια μπούκλα ή μια τούφα μαλλιά να πετάγεται έξω από ένα σκούφο, θα ούρλιαζε στην παραβάτισσα να βγει από τη γραμμή. Μετά θα ξέσκιζε το σκούφο της δύστυχης γυναίκας και θα τη γρονθοκοπούσε στα αυτιά, συχνά κλωτσώντας την επιπλέον. Ο αριθμός της παραβάτισσας σημειωνόταν? συντασσόταν μια αναφορά και της ξύριζαν το κεφάλι.
Το Μπλοκ Τιμωρίας
Τον ίδιο καιρό οι Σπουδάστριες της Βίβλου προσβλήθηκαν από ένα νέο μικρόβιο. Αυτή τη φορά ήταν η άρνηση να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά που συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με τη διεξαγωγή του πολέμου. Συνολικά περίπου 90 «Μάρτυρες του Ιεχωβά» εντάχτηκαν στο νέο κίνημα αντίστασης.
Τις συγκέντρωσαν και τις έστειλαν στην αυλή του Μπλοκ Τιμωρίας, όπου έμειναν για τρεις μέρες χωρίς φαγητό για τιμωρία. Μετά τις έστειλαν στην απομόνωση. Εκεί λάβαιναν τη μερίδα ψωμί κάθε μέρα και κανονικές μερίδες κάθε 4 μέρες. Ενώ ο αγώνας συνεχιζόταν, μια νέα διαταγή ήρθε από το Βερολίνο ότι η άρνηση εργασίας θα τιμωρούνταν με 75 μαστιγώματα, και όλες αυτές οι γυναίκες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταξύ 50 και 60, έλαβαν τρεις δόσεις των 25 μαστιγωμάτων η καθεμιά. Τις είδα στο μπάνιο περίπου ένα μήνα μετά. Ήταν σαν κινούμενοι σκελετοί, και οι μηροί και οι γλουτοί τους καλύπτονταν από άθλιους μώλωπες.
Ο Αρχηγός των Ες-Ες στο στρατόπεδο Ρέντβιτζ φαινόταν να την καταβρίσκει χλευάζοντας και κακοποιώντας αυτές τις εξαθλιωμένες γυναίκες.
Θανατηφόρες εκτρώσεις
Μια μέρα, μια μεταγωγή εγκύων γυναικών έφτασε στο στρατόπεδο. Τις είχαν συλλάβει όλες για «επαφή» με ξένους. Τα Ες-Ες είχαν διατάξει να εκτρωθεί «ο καρπός της ντροπής τους», και η επιχείρηση ανατέθηκε στο γιατρό Ρόζενταλ των Ες-Ες. Πολλές από αυτές τις γυναίκες ήταν στον 7ο ή τον 8ο μήνα, και, ασφαλώς, μια έκτρωση σε αυτές τις συνθήκες σήμαινε μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Κανένας γιατρός έξω από το στρατόπεδο δεν θα είχε αναλάβει την έκτρωση σε τόσο προχωρημένη εγκυμοσύνη. Αλλά ο Ρόζενταλ έκανε τις επεμβάσεις με τη βοήθεια μιας από τις φυλακισμένες ονόματι Γκέρντα Κουερνχάιμ, που ήταν νοσοκόμα στο επάγγελμα. Η Μιλένα μου είπε ότι αρκετά συχνά σε αυτές τις επεμβάσεις ακουγόταν το κλάμα ενός μωρού, αλλά μόνο για μια στιγμή.
Αλλά δεν ήταν μόνο οι έγκυες γυναίκες που έρχονταν σε επαφή με ξένους που έπεφταν στα χέρια του Ρόζενταλ και της Κουερνχάιμ. Κάθε έγκυος που ερχόταν στο στρατόπεδο του παραδιδόταν. Στο στρατόπεδο δεν υπήρχε μέριμνα για βρέφη, και αυτοί οι δυο τα ξεφορτώνονταν όλα. Ο Ρόζενταλ και η Κουερνχάιμ ήταν εραστές, και οι πιο τρομερές φήμες κυκλοφορούσαν για τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες στο στρατόπεδο.
Τον Ιανουάριο του 1945 ήμουν στο αναρρωτήριο για λίγο και στο από κάτω κρεβάτι ήταν μια χωριατοπούλα από το Σλέσβιγκ-Χολστάιν, που την είχαν στείλει στο στρατόπεδο με μεταγωγή εγκύων γυναικών. Ήταν μια δυνατή, υγιής κοπέλα, αλλά μια εγχείρηση στον 8ο μήνα από τον Ρόζενταλ της είχε προκαλέσει ρήξη στην ουρήθρα, και το κορίτσι ήταν τώρα ένα ερείπιο. Ένα άλλο από τα θύματά τους ήταν μια νεαρή Ουκρανή. Όταν πλησίασαν το κρεβάτι της, το άρρωστο κορίτσι πετάχτηκε έντρομο και το έβαλε στα πόδια, με τον Ρόζενταλ και την Κουερνχάιμ να τρέχουν πίσω της. Έτρεξε στο διάδρομο και πήδηξε από ένα παράθυρο. Φυσικά την έπιασαν και την έφεραν πίσω. Μετά από λίγο έγινε σιωπή. Μια Πολωνή που ήταν τότε στο αναρρωτήριο και είδε το φρικαλέο κυνηγητό το ανέφερε στη Μιλένα, που αναζήτησε μια ευκαιρία για να γλιστρήσει εκεί που κείτονταν το νεκρό κορίτσι. Το πρόσωπό του ήταν άσχημα μελανιασμένο και υπήρχαν σημάδια ενέσεων στο στήθος του.
Το καλοκαίρι του 1942, 20 νεαρές Πολωνές, που είχαν έρθει στο στρατόπεδο με μια μεταγωγή γυναικών καταδικασμένων σε θάνατο, ξεδιαλέχτηκαν για να τις δει ο γιατρός. Τις εξέτασε η γιατρός των Ες-Ες Ομπερχάουζερ. Περίπου έξι από αυτές ξεδιαλέχτηκαν και κρατήθηκαν στο αναρρωτήριο. Τα νέα προκάλεσαν πανικό ανάμεσα στις γυναίκες των μεταγωγών από τη Βαρσοβία και το Λούμπλιν, ιδιαίτερα όταν ήταν γνωστό ότι αυτά τα έξι εντελώς υγιή κορίτσια κρατούνταν απομονωμένα και καλά φρουρούμενα σε έναν ειδικό χώρο, όπου καμιά από τις κανονικές φυλακισμένες βοηθούς δεν είχε πρόσβαση. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια αίθουσα εγχειρήσεων με τον πιο σύγχρονο ιατρικό εξοπλισμό. Μετά ο διαβόητος γερμανός ιατρικός φωτοδότης Γκέμπχαρντ κατέφτασε με μια ομάδα βοηθών. Τους βλέπαμε συχνά να περνούν με τις λευκές στολές τους, πηγαίνοντας στο χειρουργείο.
Γιατροί – τέρατα
Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν κάθε λογής φήμες. Μερικές νόμιζαν ότι οι γυναίκες υποβάλλονταν σε στείρωση^ άλλες ότι κάποιο τρομερό πείραμα διεξαγόταν πάνω τους. Αρχικά ήταν αδύνατο να ανακαλύψουμε την αλήθεια, γιατί μόνο νοσοκόμες των Ες-Ες επιτρέπονταν στο χώρο, αλλά μετά από λίγο αυτές οι νοσοκόμες βαρέθηκαν τις προφυλάξεις και επιτράπηκε στις συνηθισμένες βοηθούς να καθαρίζουν κοκ. Ανέφεραν ότι τα έξι κορίτσια ολοφάνερα πονούσαν και είχαν όλα τα πόδια τους στο γύψο. Αποδείχτηκε ότι ο καθηγητής Γκέμπχαρντ χρησιμοποιούσε αυτές τις νεαρές Πολωνέζες για πειραματικές μεταμοσχεύσεις κοκάλων και μυών.
Μετά από λίγο αυτά τα κορίτσια απελευθερώθηκαν. Κούτσαιναν γύρω στο στρατόπεδο με μεγάλη δυσκολία. Μερικές από αυτές δεν είχαν πλέον κνήμη και τα πόδια τους ήταν σαν σπίρτα. Άλλες μπορούσαν να περπατούν μόνο πάνω στα δάκτυλά τους. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Η όρεξη του Γκέμπχαρντ για πειράματα ήταν ακόρεστη, και επιλέχτηκαν νέα θύματα. Σύντομα, όλη η μυστικότητα εγκαταλείφθηκε και η δουλειά γινόταν εντελώς ανοιχτά. Οι φήμες έλεγαν ότι διεξάγονταν πειράματα τετάνου. Πολλές από τις γυναίκες πέθαναν. Εκείνες που επέζησαν στέλνονταν πίσω με πατερίτσες και σύντομα τα «ινδικά χοιρίδια», όπως αποκαλούνταν, έγιναν μέρος της ρουτίνας μας.
Αποστολή στο Άουσβιτς
Οι «εξτρεμίστριες» Σπουδάστριες της Βίβλου προκαλούσαν φασαρία πάλι και έτσι τις ξαπόστειλαν όλες με την επόμενη μεταγωγή στο Άουσβιτς. Αυτό ήταν το φθινόπωρο του 1942, και εκείνο τον καιρό δεν ήμασταν εντελώς βέβαιες για το τι συνέβαινε με τις μεταγωγές που στέλνονταν στο Άουσβιτς. Λίγο καιρό μετά είχα μια δουλειά στη γειτονιά του Συγκροτήματος Τιμωριών και εκεί αναγνώρισα περίπου μια ντουζίνα από τις «εξτρεμίστριες» Σπουδάστριες της Βίβλου που είχαν αποσταλεί στο Άουσβιτς και είχαν τώρα επιστρέψει. Κατάφερα να μιλήσω με μια από αυτές, τη Ρόζα Χαν από το Ισλ.
«Μας έστειλαν πίσω», είπε. «Είμαι βέβαιη ότι θα μας εκτελέσουν, αλλά πριν πεθάνουμε πρέπει να σου πω τι τρομερά πράγματα συμβαίνουν στο Άουσβιτς. Δεν θα το πιστέψεις, το ξέρω, αλλά ζωντανοί άνθρωποι πετιούνται μέσα στη φωτιά, περιλαμβανόμενων μικρών παιδιών. Εβραίοι κυρίως. Όλη τη μέρα η μυρωδιά της καμένης σάρκας κρέμεται πάνω από το στρατόπεδο. Δεν με πιστεύεις? το ξέρω. Αλλά σου λέω την αλήθεια τόσο σίγουρα όσο είμαι εδώ μπροστά σου».
Κάποτε ήταν μια πολύ συμπαθητική γυναίκα, αλλά τώρα το πρόσωπό της είχε σκεβρώσει και τα μάτια της έκαιγαν πυρετώδικα. Δεν την πίστεψα? απλά νόμισα ότι πλέον είχε χάσει εντελώς το λογικό της. Ήθελα να φύγω. Ήταν επικίνδυνο να με δουν κοντά τους.
«Θα σε βάλουν στο Μπλοκ 17», είπα. «Θα έρθω να σε δω αυτό το βράδυ. Γεια».
«Ω, όχι», επέμεινε. «Μας έφεραν εδώ για εκτέλεση, στο λέω».
Την επόμενη μέρα τις παρέλαβαν όλες με ένα κάρο της φυλακής, και τη μεθεπόμενη επέστρεψαν όλα τα πράγματά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου